- κύκνοι
- κύκνοςswanmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κύκνοι — Κύκνος swan masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Napoleon Lapathiotis — (Ναπολέων Λαπαθιώτης; 31 October 1888 – 7 January 1944) was a Greek poet. A native of Athens, he began writing and publishing poetry when he was eleven. In 1907, along with others, he established the Igiso (Ἡγησώ, from the Attic Greek name… … Wikipedia
PACTOLUS — hodie Sarabat, ex tabulis recentiorib. Lydiae fluv. ex monte Tmolo nascens, et per Sardianum agrum in Hermum influens, qui et Chrysorrhoas, ab eo quod aureas secum trahat arenulas, ex quo Midas in eo se lavisset. Plut in Pactolo: Πακτωλὸς ποταμός … Hofmann J. Lexicon universale
αγριόχηνα — Στεγανόποδο, χηνόμορφο πτηνό της οικογένειας των ανατιδών ή νησσιδών. Έχει σώμα βαρύ, ράμφος κοντό και χοντρό στη βάση και πόδια μακρύτερα από της αγριόπαπιας. Τo χρώμα της είναι καφετί γκρίζο έως λευκό. Αλλάζει τα φτερά της δύο φορές τον χρόνο,… … Dictionary of Greek
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek
εύγληνος — εὔγληνος, ον (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἐΰγληνος) 1. (για άγρια θηρία) αυτός που έχει λαμπρά μάτια («εὔγληνοι κύκνοι») 2. λαμπρός, φωτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γληνος (< γλήνη «κόρη τού ματιού»), πρβλ. τρί γληνος] … Dictionary of Greek
χηνόμορφα — τα, Ν ζωολ. τάξη πτηνών με δύο οικογένειες, την πολυπληθέστερη anatidae, με 142 περίπου ευρέως διαδεδομένα είδη, όπως είναι οι αγριόπαπιες, οι αγριόχηνες, οι κύκνοι, και την ελάχιστα γνωστή οικογένεια anhimidae, με 3 είδη τής Νότιας Αφρικής, αλλ … Dictionary of Greek
Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Γεραλής, Γεώργιος — (Σμύρνη 1917 – 1996). Ποιητής, λεξικογράφος και μεταφραστής. Μικρός εγκαταστάθηκε ως πρόσφυγας με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου σπούδασε φιλολογία και νομικά. Σταδιοδρόμησε ως δημόσιος υπάλληλος. Παράλληλα ασχολήθηκε με την ποίηση και την… … Dictionary of Greek